Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

μετά φοράς)

  • 1 разбег

    разбег м: прыжок с \разбега το άλμα με φόρα (или μετά φοράς)
    * * *
    м

    прыжо́к с разбе́га — το άλμα με φόρα ( или μετά φοράς)

    Русско-греческий словарь > разбег

  • 2 разгон

    разгон
    м
    1. (толпа, собрания и т. п.) ἡ διάλυση [-ις], ὁ διασκορπισμός·
    2. (разбег) ἡ φόρα, ἡ φορά:
    брать \разгон παίρνω φόρα· с \разгона μετά φοράς· без \разгона ἄνευ φοράς· ◊ быть в \разгоне разг λείπω.

    Русско-новогреческий словарь > разгон

  • 3 с

    с
    предлог А с род. п.
    1. (при обозначении предмета, орудия, способа, приема, с помощью которого совершается действие) ἀπό, μέ:
    кормить с ло́жечки ταίζω μέ τό κουταλάκι· пить с блюдечка πίνω ἀπό τό πιατάκι· убить с первого выстрела σκοτώνω μέ τόν πρῶτο πυροβολισμό· узнать с первого взгляда ἀναγνωρίζω μέ τήν πρώτη ματιά· взять с бою κυριεύω μέ μάχη· продавать с аукциона βγάζω σέ πλειστηριασμό· с разбега μέ φόρα, μετά φοράς·
    2. (откуда-л, \с при удалении, отделении) ἀπό:
    встать со стула σηκώνομαι ἀπό τήν καρέκλα· уволить с работы διώχνω ἀπό τή δουλειά· свергнуть с престола ρίχνω ἀπό τό θρόνο, ἐκθρονίζω·
    3. (на основании чего-л.) μέ:
    с разрешения μέ τήν ἄδεια· с его́ ведома ἐν γνώσει του·
    4. (от кого-л.) ἀπό, ἐκ:
    получить деньги с заказчика εἰσπράττω χρήματα ἀπό τόν πελάτη· с миру по нитке\сголому рубашка посл. φασούλι τό φασούλι, γεμίζει τό σακκούλι· с него́ причитается... ἀπ' αὐτόν ἔχουμε νά παίρνουμε...
    5. (при обозначении исходного пункта) ἀπό:
    с сегодняшнего дня ἀπό σήμερα· с завтрашнего дня ἀπό αὐριο· с детства ἀπό τά παιδικά χρόνια. с тех пор ἀπό τότε· рыба гниет с головы погов. τό ψάρι βρωμά ἀπ' τό κεφάλι·
    6. (по причине) ἀπό:
    с досады ἀπό τό κακό μου, ἀπό τή φούρκα μου· сгорать со стыда κατακοκκινίζω ἀπό τή ντροπή μου· устать с дороги κουράζομαι ἀπό τό ταξίδι·
    7. (при обозначении предмета, являющегося оригиналом, образцом) ἀπό, ἐκ:
    писать портрет с кого-л. ζωγραφίζω τό πορτραίτο κάποιου· перевод с греческого μετάφραση ἀπό τά ἐλληνικά· В с твор. п.
    1. μέ, μαζί μέ, μετά:
    говорить с сестрой μιλώ μέ τήν ἀδελφή (μου)· обедать с товарищем τρώγω μαζί μέ τόν φίλο μου·
    2. (в смысле союза «и») και:
    я с товарищем ἐγώ καί ὁ φίλος μου·
    3. (для выражения особенности, качества) μέ:
    дом с зеленой крышей σπίτι μέ πράσινη στέγη· писатель с большим талантом συγγραφέας μέ μεγάλο ταλέντο·
    4. (быть с чем-л., иметь что-л.) μέ, μετά:
    с цветами в руках μέ λουλούδια στά χέρια·
    5. (против) κατά, ἐναντίον:
    6. (при сравнении) μέ:
    его нельзя сравнить с тобой αὐτόν δέν μπορείς νά τόν συγκρίνεις μ' ἐσένα·
    7. (при обозначении образа действия, цели, сопровождающего действия, состояния) μέ:
    с плачем μέ κλάματα· проснуться с головной болью ξυπνώ μέ πονοκέφαλο· читать с выражением ἀπαγγέλλω μέ ἐκφραση· одеваться со вкусом ντύνομαι μέ γούστο· ждать с нетерпением περιμένω μέ ἀνυπομονησία·
    8. (при обозначении начала действия или состояния):
    выехать с рассветом ἀναχωρώ τά ξημερώματα· с заходом солнца ὀταν δύει ὁ ήλιος, τό ἡλιοβασίλεμα· с отъездом гостей ὀταν ἐφυγαν οἱ ξένοι· поумнеть с возрастом βάζω μυαλό μεγαλώνοντας· с каждым часом ὠρα μέ τήν ὠρα·
    9. (при обозначении в пространстве) μέ:
    граница с Румынией τά σύνορα μέ τή Ρουμανία· сидеть рядом с сестрой κάθομαι δίπλα στήν ἀδερφή μου· с рвением μέ ζήλο· с помощью μέ τή βοήθεια (или τή βοήθεια)· с целью μέ σκοπό· С с вин. п. (приблизительно) περίπου, σχεδόν:
    с месяц назад πριν ἕνα μήνα περίπου· величиной с грецкий орех περίπου σάν καρύδι μεγάλο· <> с ним случилось несчастье ἐπαθε (или τοϋ συνέβη) δυστύχημα· хватит с тебя σοῦ φτάνει τόσό с головы до ног ἀπό τήν κορυφή ὡς τά νύχια· с начала до конца ἀπ' τήν ἀρχή ὡς τό τέλος· с самого начала ἀπ' τήν ἀρχή· с изнанки ἀπό τήν ἀνάποδη· уйти ни с чем φεύγω ἀπρακτος, φεύγω μέ ἀδεια χέρια· с минуты на минуту ὀπου ναναι, ἀπό στιγμή σέ στιγμή· с этой точки зрения ἀπ' αὐτή τήν ἀποψη· что с вами? τι 'έχετε;, τί πάθατε;

    Русско-новогреческий словарь > с

  • 4 разбег

    разбег
    м ἡ φορά, ἡ φόρα:
    прыжок с \разбега τό ἀλμα μετά φοράς· с \разбегу μέ φόρα.

    Русско-новогреческий словарь > разбег

См. также в других словарях:

  • μοτοσικλέτα — Οδικό όχημα με κινητήρα και δύο (ή σπανιότερα τρεις) τροχούς, για μεταφορά προσώπων ή και εμπορευμάτων. Όπως το αυτοκίνητο προήλθε από τις άμαξες, στις οποίες τοποθετήθηκαν κινητήρες ατμού ή εσωτερικής καύσης, έτσι και οι πρώτες μ. γεννήθηκαν από …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Αθλητισμός — Ο ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ Καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων Οι θεωρίες που έχουν διατυπωθεί για την καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων είναι πολλές. Πολλά από τα αθλήματα, όπως το τρέξιμο, το ακόντιο και η… …   Dictionary of Greek

  • μπούμερανγκ — (boomerang). Αγγλικός όρος που προέρχεται από αυστραλιανή λέξη και προσδιορίζει ένα εκσφενδονιστικό όπλο τυπικό των ιθαγενών της Αυστραλίας, διαδεδομένο επίσης, με μορφές αρκετά διαφορετικές, και σ’ άλλους πρωτόγονους πολιτισμούς. Το μ. εξέπληξε… …   Dictionary of Greek

  • συντεχνία — Εμπορική και βιοτεχνική ένωση του Μεσαίωνα, στην οποία ανήκαν όλοι όσοι ασκούσαν την ίδια οικονομική δραστηριότητα, με σκοπό την προάσπιση κοινών συμφερόντων. Οι σ. υπήρξαν ιδιαίτερα πολυάριθμες και ανθηρές μεταξύ 12ου και 14ου αι. Οι ρίζες των σ …   Dictionary of Greek

  • αθλητισμός — Η επίδοση στα αθλήματα, η εκγύμναση του σώματος. Με μια ειδικότερη έννοια, ο όρος αναφέρεται σε ένα σύνολο αθλημάτων, που ξεκινούν από τις φυσικές σωματικές ασκήσεις του ανθρώπου (βάδισμα, τρέξιμο, άλματα, ρίψεις). Αρχικά, ήταν η συστηματική… …   Dictionary of Greek

  • φέρω — ΝΜΑ, και φέρνω Ν, και δωρ. τ. φάρω Α 1. κρατώ ή σηκώνω κάτι πάνω μου, βαστάζω (α. «φέρει έναν βαρύ σάκο στους ώμους του» β. «φέρων άξονας» γ. «χερσὶν εὐθὺς διψίαν φέρει κόνιν», Σοφ. δ. «μέγα ἔργον, ὅ οὐ δύο γ ἄνδρε φέροιεν», Ομ. Ιλ.) 2. έχω (α.… …   Dictionary of Greek

  • Μάρθας, Τάκης — (Λαύριο 1905 – Αθήνα 1965). Αρχιτέκτονας, ζωγράφος και καθηγητής της Αρχιτεκτονικής στο Εθνικό Μετσοβίο Πολυτεχνείο. Σπούδασε αρχιτεκτονική στο ΕΜΠ και αμέσως μετά την αποφοίτησή του (1930) διορίστηκε επιμελητής της έδρας της παραστατικής και… …   Dictionary of Greek

  • μπόλιασμα — (Βοτ.). Πρακτική φυτοτεχνική μέθοδος, με την οποία γίνεται η μεταμόσχευση ενός ματιού ή τμήματος μικρού κλαδιού από ένα φυτό, του οποίου επιδιώκεται να διατηρηθούν τα χαρακτηριστικά, σ’ ένα άλλο, ιδιαίτερα εύρωστο, που ονομάζεται υποκείμενο. Το μ …   Dictionary of Greek

  • πόλωση — Φαινόμενο χαρακτηριστικό των εγκάρσιων κυμάτων –ιδιαίτερα των φωτεινών– που συνίσταται στην ταλάντωση των κυμάτων κατά ένα ορισμένο επίπεδο, το οποίο περιέχει τη διεύθυνση διάδοσης· το κάθετο επίπεδο προς εκείνο στο οποίο γίνεται η ταλάντωση… …   Dictionary of Greek

  • υστέρηση — Καθυστέρηση εκδήλωσης της μεταβολής ενός φαινόμενου σε σχέση προς τη μεταβολή του αίτιου που το παράγει. Η μεταβολή αυτή εξαρτάται από τις προηγούμενες μεταβολές που πέρασε το υπό εξέταση υλικό. Εξαιτίας της υ. σε διαφορετικές μεταβολές του… …   Dictionary of Greek

  • φθορά — η, ΝΜΑ, και ιων. τ. φθορή Α 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού φθείρω, βαθμιαία καταστροφή, βαθμιαίος αφανισμός 2. απώλεια, βλάβη, ζημιά (α. «ο στρατός μας προξένησε μεγάλη φθορά στους εχθρούς» β. «ἐκφορίου ἀρταβῶν Χ ἀνυπολόγου πάσης φθορᾱς»,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»